πάνθηρας

πάνθηρας
Βλ. λ. λεοπάρδαλη.
* * *
ο / πάνθηρ, -ος, ΝΑ
είδος σαρκοφάγων θηλαστικών με χρώμα καστανοκίτρινο και με μαύρες κηλίδες σε κύκλους ποικίλου μεγέθους, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Panthera τής οικογένειας τών αιλουροειδών και ζει στην Αφρική και σε ολόκληρη σχεδόν την Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. pundarīka- «τίγρη». Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πάνθηρ προήλθε από έναν αρχικό αμάρτυρο τ. *πάρθηρ, λόγω τής παρετυμολογικής σύνδεσης της με τις λ. πᾶν και θηρῶ «κυνηγώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάνθηρας — ο (ζωολ.), αρπαχτικό θηλαστικό που μοιάζει με τη λεοπάρδαλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάνθηρας — πάνθηρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… …   Dictionary of Greek

  • κροκοδιλοπάρδαλις — κροκοδιλοπάρδαλις, άλεως, ἡ (Α) ονομασία μυθικού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + πάρδαλις «λεοπάρδαλις, πάνθηρας»] …   Dictionary of Greek

  • λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος …   Dictionary of Greek

  • πανθηρίς — ίδος, ἡ, Α [πάνθηρ] θηλυκός πάνθηρας …   Dictionary of Greek

  • πανθηρίσκος — ὁ, Α [πάνθηρ] μικρός πάνθηρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”